- διακριτικός
- -ή, -ό (AM διακριτικός, -ή, -όν) [διακρίνω]1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διακρίνει2. εκείνος βάσει τού οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει κάποιοςμσν.- νεοελλ.όποιος συμπεριφέρεται με διακριτικότητα, δεν γίνεται φορτικός, ενοχλητικός, αγενής κ.λπ.νεοελλ.1. ευσπλαχνικός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διακριτικάτα διάσημα (γαλόνια, σειρίτια, αστερίσκοι) με τα οποία διακρίνονται οι βαθμοί στη (στρατιωτική συνήθως) ιεραρχία3. φρ. «διακριτικό σημείο» — σημάδι που τοποθετείται πάνω, κάτω ή δίπλα στα λατινικά γράμματα για να αποδοθεί φθόγγος ευρωπαϊκής ή άλλης γλώσσας που δεν υπήρχε στη Λατινική4. φρ. «διακριτική ευχέρεια» — δυνατότητα που παρέχει ο νόμος για εκλογή ανάμεσα σε περισσότερες από μία λύσεις, εξίσου νόμιμεςμσν.το ουδ. εν. ως ουσ. το διακριτικόν1. η διακριτικότητα2. τον ενδιαφέροναρχ.το θηλ. ως ουσ. η διακριτικήη ικανότητα να διακρίνει κανείς.
Dictionary of Greek. 2013.